διαρπαγή

διαρπαγή
η (AM διαρπαγή)
1. λεηλασία, λαφυραγώγηοη, σύληση
2. βίαιη κατάληψη πράγματος με σκοπό την ιδιοποίησή του.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • διαρπαγή — plundering fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαρπαγῇ — διαρπάζω tear in pieces aor subj pass 3rd sg διαρπαγή plundering fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαρπαγή — η λεηλασία, βίαιη αφαίρεση ξένης περιουσίας: Στους πολέμους γίνονται φόνοι και διαρπαγές περιουσιών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λεία — Διαρπαγή κινητής και ιδιωτικής περιουσίας, κυρίως έπειτα από πολεμική επιχείρηση· λάφυρο· θήραμα που γίνεται τροφή σαρκοφάγου ζώου. δικαίωμα της λ. Είναι το δικαίωμα του εμπόλεμου κράτους να κατάσχει οποιαδήποτε αγαθά ανήκουν στον εχθρό. Στον… …   Dictionary of Greek

  • διαρπαγαῖς — διαρπαγή plundering fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαρπαγαί — διαρπαγή plundering fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαρπαγῆς — διαρπαγή plundering fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαρπαγήν — διαρπαγή plundering fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαρπαγῶν — διαρπαγή plundering fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιεροσυλία — Η ανόσια διαρπαγή, η κλοπή αντικειμένων από κάποιο ιερό οικοδόμημα (ναό, τάφο κλπ.), κατά τρόπο ώστε το τελευταίο να υφίσταται διάρρηξη και βεβήλωση. Η λέξη ανάγεται χρονικά στην αρχαιότητα. Με επέκταση της σημασίας της, ο όρος κατέληξε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”